- ξεσβέρκιασμα
- ξεσβέρκωμα τό напрягание, вытягивание, натруживание шеи
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσβέρκιασμα — ξεσβέρκιασμα, το και ξεσβέρκωμα, το, ατος ο πόνος του σβέρκου από κούραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσβέρκιασμα — το βλ. ξεσβέρκωμα … Dictionary of Greek
ξεσβέρκωμα — και ξεσβέρκιασμα, το [ξεσβερκώνομαι / ξεσβερκιάζομαι] 1. πόνος τών μυών τού τραχήλου από υπερβολική κούραση 2. εξάρθρωση τού λαιμού, τού σβέρκου … Dictionary of Greek