ξεσβέρκιασμα

ξεσβέρκιασμα
ξεσβέρκωμα τό напрягание, вытягивание, натруживание шеи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεσβέρκιασμα" в других словарях:

  • ξεσβέρκιασμα — ξεσβέρκιασμα, το και ξεσβέρκωμα, το, ατος ο πόνος του σβέρκου από κούραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσβέρκιασμα — το βλ. ξεσβέρκωμα …   Dictionary of Greek

  • ξεσβέρκωμα — και ξεσβέρκιασμα, το [ξεσβερκώνομαι / ξεσβερκιάζομαι] 1. πόνος τών μυών τού τραχήλου από υπερβολική κούραση 2. εξάρθρωση τού λαιμού, τού σβέρκου …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»